- πανθοινία
- παν-θοινία, ἡ,A a high festival, Ael.NA2.57, 5.54.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανθοινία — πανθοινίᾱ , πανθοινία a high festival fem nom/voc/acc dual πανθοινίᾱ , πανθοινία a high festival fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανθοινία — ή, Α [πάνθοινος] πλουσιοπάροχο συμπόσιο, μεγαλοπρεπής ευωχία … Dictionary of Greek
πανθοινίας — πανθοινίᾱς , πανθοινία a high festival fem acc pl πανθοινίᾱς , πανθοινία a high festival fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανθοινίαι — πανθοινίᾱͅ , πανθοινία a high festival fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανθοινίαν — πανθοινίᾱν , πανθοινία a high festival fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανθοινίαις — πανθοινία a high festival fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)